- δαπανούμενα
- δαπανάωspendpres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic)δαπανόωexpendpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονάλα — ὀνάλα, ἁ (Α) (θεσσαλικός τ.) ανάλωμα, δαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλῶ (για την πρόθεση ον βλ. λ. ανα ), πιθ. αναλογικά προς το ουσ. δαπάνη. Στην Αρκαδική, αντίθετα, μαρτυρείται τ. δαπανούμενα, κατά το ἀναλούμενα] … Dictionary of Greek